ψάθα

ψάθα
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος, του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιλλίων.
* * *
η, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού τύφη
2. είδος πλέγματος που κατασκευάζεται από τα στελέχη τού παραπάνω φυτού και το οποίο χρησιμοποιείται ως χαλί ή ως στρώμα («σκούπισε τα πόδια σου στην ψάθα»)
3. (κατ' επέκτ.) κάθε πλέγμα από στελέχη αγρωστωδών φυτών
4. ψάθινο καπέλο για άνδρες ή για γυναίκες
5. ναυτ. (σε ιστιοφόρο) ωτοειδές ιστίο
6. φρ. α) «έμεινε στην ψάθα» — έχασε κάθε περιουσιακό στοιχείο, έμεινε απένταρος
β) «πέθανε στην ψάθα» — πέθανε πάμπτωχος
γ) «βάζει το νερό κάτω από την ψάθα»
μτφ. είναι πολύ ύπουλος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαθί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψάθα — η 1. ψάθινο καπέλο. 2. είδος φυτού. 3. φρ., «Πέθανε στην ψάθα», πέθανε πολύ φτωχός· «Έμεινε στην ψάθα», έπεσε σε μεγάλη φτώχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρίψ — ιπός, ἡ, Α 1. πλέγμα από λυγαριές, σχοίνα, καλάμια ή βούρλα, ψάθα («ῥιψὶ καταστεγάζουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «θεοῡ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις» αν θέλει ο θεός, μπορεί να ταξιδεύεις και πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο… …   Dictionary of Greek

  • ψαθί — I Λέγεται και Ψαθό. Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, κοντά στο νησί Γάιδαρος. Με το ίδιο όνομα υπάρχει ύφαλος στα Κουφονήσια (Κρήτη). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • ψαθωτός — ή, ό, Ν φτειαγμένος από ψάθα ή πλεγμένος σαν ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • Λαμπίς, Εζέν — (Eugène Marin Labiche, Παρίσι 1815 – 1888). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Καταγόταν από οικογένεια Παρισινών εμπόρων και σπούδασε στο κολέγιο Μπουρμπόν. Όταν αποφοίτησε, πραγματοποίησε το πατροπαράδοτο φοιτητικό ταξίδι της εποχής,… …   Dictionary of Greek

  • ψαθώνω — ψάθωσα, ψαθώθηκα, ψαθωμένος 1. καλύπτω με ψάθα, ντύνω με ψάθα. 2. πλέκω κάτι σαν ψάθα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγιασόν — το άκλ. 1. ψάθα 2. συνεκδ. ψάθινο καπέλο, ψαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paillasson < paille «ψάθα»] …   Dictionary of Greek

  • ψάθινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από ψάθα («ψάθινο καπέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος] …   Dictionary of Greek

  • ψάθωμα — ώματος, το, Ν [ψαθώνω] 1. κάλυψη με ψάθα 2. κάθε κατασκεύασμα που μοιάζει με ψάθα …   Dictionary of Greek

  • ψαθάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας, του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρεβέζης. * * * το, Ν 1. βοτ. το φυτό ψάθα 2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”